Καρδιο-ογκολογία, Ειδική Καρδιολόγος

Καρδιο-ογκολογία

Η Καρδιο-ογκολογία είναι ένας νέος κλάδος της καρδιολογίας που άπτεται κυρίως των καρδιοτοξικών θεραπειών, οι οποίες χρησιμοποιούνται στην ογκολογία, όπως επίσης αφορά και ασθενείς με γνωστή καρδιακή ανεπάρκεια που διαγιγνώσκονται με καρκίνο κατά τη διάρκεια της καρδιακής τους νόσου.

Τι είναι η καρδιο-ογκολογία;

Η καρδιοογκολογία είναι ένας νέος κλάδος της καρδιολογίας. Αν και οι πρώτες δημοσιεύσεις για τις καρδιαγγειακές αλλαγές που συμβαίνουν σε ασθενείς με καρκίνο δημοσιεύτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000, μόλις τα τελευταία χρόνια έχει σχηματιστεί μια ευρύτερη συναίνεση, ως προς το τι αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα η καρδιο-ογκολογία. Αφορά κυρίως τις καρδιοτοξικές θεραπείες, που χρησιμοποιούνται στην ογκολογία. Αυτές περιλαμβάνουν χημειοθεραπεία, που κλασικά αντιπροσωπεύεται από τις ανθρακυκλίνες, ή ακτινοθεραπεία. Η καρδιο-ογκολογία ασχολείται επίσης με ασθενείς με γνωστή καρδιακή ανεπάρκεια, που διαγιγνώσκονται με καρκίνο κατά τη διάρκεια της καρδιακής τους νόσου.

Η καρδιο-ογκολογική παρακολούθηση των ασθενών εξυπηρετεί τρεις σκοπούς:

1) πριν από τη θεραπεία: την αναγνώριση και αντιμετώπιση όλων των παραγόντων κινδύνου που μπορούν να οδηγήσουν σε καρδιαγγειακές επιπλοκές

2) κατά τη διάρκεια της θεραπείας: την έγκαιρη αναγνώριση και κατάλληλη αντιμετώπιση των καρδιαγγειακών επιπλοκών, καθώς και τη λήψη θεραπευτικών αποφάσεων μετά από συζήτηση των θεραπόντων ιατρών

3) μετά τη θεραπεία: μακροχρόνια παρακολούθηση των ασθενών και έγκαιρη αναγνώριση απώτερων επιπλοκών.

Η παράταση της επιβίωσης των ασθενών με καρκίνο εξαιτίας της προόδου των αντικαρκινικών θεραπειών έχει οδηγήσει αύξηση της εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων είτε λόγω του τρόπου ζωής των επιζώντων είτε λόγω της τοξικότητας των θεραπειών. Σύμφωνα με μία επιδημιολογική μελέτη, το 11% των ασθενών με καρκίνο καταλήγουν λόγω καρδιαγγειακής νόσου.

Ποιες είναι οι καρδιαγγειακές επιπλοκές των αντικαρκινικών θεραπειών;

Η καρδιοτοξικότητα αφορά κυρίως την μυοκαρδιακή δυσλειτουργία και την καρδιακή ανεπάρκεια. Η μυοκαρδιακή δυσλειτουργία από χημειοθεραπευτικά ορίζεται ως η πτώση του κλάσματος εξωθήσεως της αριστερής κοιλίας >10% σε τιμή κάτω του κατώτερου φυσιολογικού (<50%) κατά την υπερηχογραφική εξέταση. Η πτώση αυτή θα πρέπει να επιβεβαιωθεί και σε δεύτερη εξέταση μετά από 2-3 εβδομάδες.

Ωστόσο, οι καρδιαγγειακές επιπλοκές περιλαμβάνουν και την ανάπτυξη αρτηριακής υπέρτασης, στεφανιαίας νόσου, πνευμονικής υπέρτασης, αρρυθμιών, μυοκαρδίτιδας και θρομβοεμβολικών επιπλοκών. Τέλος, η ακτινοθεραπεία συνδέεται με την εμφάνιση στεφανιαίας νόσου, περικαρδιακής νόσου και βαλβιδοπάθειας.

Η πιθανότητα να εκδηλωθεί καρδιοτοξικότητα σχετίζεται με:

Καρδιο-ογκολογία

Τι περιλαμβάνει η καρδιο-ογκολογική παρακολούθηση των ασθενών;

Δυστυχώς, η συνεπής καρδιολογική παρακολούθηση ασθενών με καρκινική νόσο δεν είναι αυτονόητη. Ως αποτέλεσμα, οι θεραπείες για καρδιοτοξικές επιπλοκές συχνά πραγματοποιούνται μόνο με την έννοια μιας τυπικής θεραπείας για καρδιακή ανεπάρκεια, και τότε μόνο όταν αυτό είναι ήδη κλινικά εμφανές. Ωστόσο, είναι συχνά δύσκολο να ανιχνευθούν ήπιες μορφές καρδιακής δυσλειτουργίας στις απεικονιστικές εξετάσεις. Η λήψη ιστορικού με τον υπολογισμό του προσωπικού καρδιαγγειακού κινδύνου ήδη πριν από την έναρξη της αντικαρκινικής θεραπείας είναι βασική.

Το διαθωρακικό υπερηχοκαρδιογράφημα/triplex πρωτοστατεί, αλλά η εφαρμογή της μαγνητικής τομογραφίας καρδιάς κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος, καθώς προσφέρει τη δυνατότητα ανίχνευσης πρώιμων μεταβολών της καρδιακής λειτουργικότητας. Το καρδιογράφημα μπορεί να αποκαλύψει παθολογικές αλλοιώσεις και το holter ρυθμού αρρυθμίες. Επιπλέον, οι βιοδείκτες παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη της εμφάνισης ή του κινδύνου ανάπτυξης καρδιοτοξικής επιπλοκής. Οι βιοδείκτες που χρησιμοποιούνται στην καρδιο-ογκολογία είναι το νατριουρητικό πεπτίδιο του τύπου Β (NT-proBNP) και η τροπονίνη.

Σημαντική είναι η αρχική καρδιολογική εκτίμηση του ασθενούς πριν την έναρξη χημειοθεραπείας ή/και ακτινοθεραπείας που χρησιμεύει ως μελέτη αναφοράς, καθώς και η συνέχιση της παρακολούθησης, καθώς η καρδιακή δυσλειτουργία μπορεί να εμφανιστεί οποιαδήποτε χρονική στιγμή της θεραπείας, αλλά και αρκετά χρόνια μετά την ολοκλήρωσή της.

Ορισμένες φορές, κατόπιν συνεννόησης καρδιολόγου και ογκολόγου, κρίνεται απαραίτητη η μείωση της δόσης ή ακόμα και η διακοπή της αντικαρκινικής θεραπείας ώστε να μην εγκατασταθεί μία σοβαρή, μη αναστρέψιμη καρδιακή ανεπάρκεια στον ασθενή. Η χορήγηση προστατευτικής φαρμακευτικής αγωγής συχνά επιτρέπει την ολοκλήρωση της χημειοθεραπείας, ακόμα και αν εκδηλωθούν σημεία καρδιακής δυσλειτουργίας.

Η ιατρός Δρ. Αικατερίνη Χρηστίδη ήταν υπεύθυνη του Καρδιο-Ογκολογικού Ιατρείου της Καρδιολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Ντίσελντορφ και έχει μεγάλη εμπειρία στη διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας καρδιάς σε καρδιο-ογκολογικούς ασθενείς, και δη σε ασθενείς που λάμβαναν χημειοθεραπεία (ανθρακυκλίνες ή/και μονοκλωνικό αντίσωμα trastuzumab) για την αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού.