Στεφανιαία νόσος και έμφραγμα

Στεφανιαία νόσος και έμφραγμα

Με την αύξηση της ηλικίας προσβάλλονται περισσότερα άτομα: μόλις το 2% των ατόμων ηλικίας 40-49 ετών πάσχουν από στεφανιαία νόσο, αλλά το 22% των ατόμων 70-79 ετών. Οι άνδρες νοσούν συχνότερα από τις γυναίκες. Αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου παγκοσμίως.

Τι είναι η στεφανιαία νόσος;

Η στεφανιαία νόσος οφείλεται στην ανάπτυξη αθηρωματικής πλάκας στο εσωτερικό των τοιχωμάτων των αιμοφόρων αγγείων της καρδιάς. Αυτά τα αγγεία, γνωστά ως στεφανιαίες αρτηρίες, τροφοδοτούν την καρδιά με αίμα, οξυγόνο και θρεπτικές ουσίες. Η αθηρωματική πλάκα σχηματίζεται από τη χοληστερίνη που κυκλοφορεί στο αίμα, καθώς και από υλικό που προέρχεται από το τοίχωμα της αρτηρίας. Από την έναρξη της ανάπτυξης αθηρωματικής πλάκας στα τοιχώματα των αρτηριών μέχρι την εμφάνιση στένωσης και την ανάπτυξη στεφανιαίας νόσου μεσολαβούν αρκετά έως πολλά χρόνια.

Η στεφανιαία νόσος μπορεί να είναι οξεία ή χρόνια.

Στην οξεία μορφή παρουσιάζεται με τη μορφή εμφράγματος του μυοκαρδίου και συμβαίνει όταν ένας θρόμβος αίματος αποφράξει μία ή περισσότερες στεφανιαίες αρτηρίες.

Στη χρόνια, σταθερή στεφανιαία νόσο, μια στεφανιαία αρτηρία είναι μόνιμα στενωμένη. Ως αποτέλεσμα, λιγότερο αίμα ρέει στον καρδιακό μυ από το φυσιολογικό, και κατά τη διάρκεια της σωματικής άσκησης η καρδιά δεν μπορεί να ανταπεξέλθει, επειδή δεν λαμβάνει αρκετό οξυγόνο.

Πόσο συχνή είναι η στεφανιαία νόσος;

Με την αύξηση της ηλικίας προσβάλλονται περισσότερα άτομα: μόλις το 2% των ατόμων ηλικίας 40-49 ετών πάσχουν από στεφανιαία νόσο, αλλά το 22% των ατόμων 70-79 ετών. Οι άνδρες νοσούν συχνότερα από τις γυναίκες. Αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου παγκοσμίως.

Ποια είναι τα συμπτώματα της στεφανιαίας νόσου;

Το πιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα της στεφανιαίας νόσου είναι ο στηθαγχικός πόνος, δηλαδή η δυσφορία στο κέντρο του θώρακα, που μπορεί να έχει χαρακτήρα σφιξίματος, καψίματος, πίεσης ή πόνου στο στήθος. Ο πόνος συχνά αντανακλά στα χέρια, στον αυχένα, στην πλάτη, στο επιγάστριο ή στην κάτω γνάθο. Μπορεί να συνοδεύεται από δύσπνοια, ναυτία, εμετό, ζάλη, γενική αδυναμία, εφίδρωση ή κρύους ιδρώτες.

Σε γυναίκες, ηλικιωμένους και άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, η στεφανιαία νόσος είναι λιγότερο πιθανό να προκαλέσει το τυπικό σφίξιμο στο στήθος. Συμπτώματα όπως δύσπνοια, πόνος στο επιγάστριο ή αίσθημα παλμών είναι συχνότερα. Με τη νευρική δυσλειτουργία που παρατηρείται συχνά στον διαβήτη, είναι πιθανό ένα έμφραγμα του μυοκαρδίου να περάσει απαρατήρητο (σιωπηλό έμφραγμα του μυοκαρδίου).

Πώς εκδηλώνεται η στεφανιαία νόσος;

Στην αρχή κυριαρχεί η ασυμπτωματική περίοδος, καθώς η διαδικασία της αθηροσκλήρωσης δεν προκαλεί συμπτώματα. Επίσης, σε ασθενείς χωρίς σοβαρές στενώσεις των στεφανιαίων αρτηριών μπορεί να μην εμφανίζονται συμπτώματα, παρά την παρουσία αθηρωματικών αλλοιώσεων στα στεφανιαία αγγεία.

Επιπλέον, συχνά όταν ο αυλός ενός στεφανιαίου αγγείου αποφράσσεται σταδιακά, γειτονικά σε αυτό αγγεία, τα οποία τροφοδοτούν την ίδια ή κοντινές περιοχές, διατείνονται και αυξάνουν τη ροή τους, καλύπτοντας τις ανάγκες της περιοχής εκείνης του καρδιακού μυός. Το δίκτυο αυτό των αγγείων ονομάζεται παράπλευρη κυκλοφορία και βοηθά στην προφύλαξη πολλών ασθενών από ενδεχόμενο έμφραγμα του μυοκαρδίου, παρακάμπτοντας ουσιαστικά την αποφραγμένη αρτηρία. Παράπλευρη κυκλοφορία μπορεί επίσης να αναπτυχθεί και μετά από έμφραγμα, βοηθώντας στην αποκατάσταση της διαταραγμένης αιματικής ροής.

Ο στηθαγχικός πόνος μπορεί να εμφανίζεται είτε κατά τη διάρκεια σωματικής δραστηριότητας είτε κατά τη διάρκεια έντονου συναισθηματικού stress. Αυτό χαρακτηρίζει τη σταθερή στηθάγχη, που γενικά αποτελεί μία σχετικά καλοήθη κλινική μορφή και συνήθως προσφέρει τη δυνατότητα επιλογής της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής.

Στην περίπτωση που ο στηθαγχικός πόνος εμφανίζεται σε συνθήκες ηρεμίας, γίνεται λόγος για ασταθή στηθάγχη. Είναι μια πιο επικίνδυνη μορφή στεφανιαίας νόσου και πρέπει να αντιμετωπίζεται με εισαγωγή σε νοσοκομείο, ώστε με τη χορήγηση της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής να αποφευχθεί η ανεπιθύμητη εξέλιξη προς το έμφραγμα του μυοκαρδίου.

Αν η τυπική στηθάγχη είναι παρατεταμένης διάρκειας, δεν σταματά με την ανάπαυση και διαρκεί περισσότερο από μισή ώρα επέρχεται νέκρωση μιας περιοχής του καρδιακού μυός οδηγώντας σε οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται η άμεση μεταφορά του ασθενούς σε νοσοκομείο ώστε να αντιμετωπιστεί με τη μεγαλύτερη δυνατή επιτυχία αυτή η απειλητική για τη ζωή πάθηση.

Τέλος, η πλέον δραματική εκδήλωση από όλο το κλινικό φάσμα της στεφανιαίας νόσου είναι ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος. Η στεφανιαία νόσος και οι επιπλοκές της ευθύνονται για το 80% περίπου των αιφνιδίων καρδιακών θανάτων. Το 50% περίπου των οφειλόμενων σε οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου θανάτων εκδηλώνονται ως αιφνίδιοι θάνατοι. Είναι επίσης δραματικό ότι στο 25% των περιπτώσεων ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος αποτελεί την πρώτη και δυστυχώς μοιραία εκδήλωση της στεφανιαίας νόσου.

Πού οφείλεται η στεφανιαία νόσος;

Η στεφανιαία νόσος είναι το αποτέλεσμα της αθηροσκλήρωσης, η οποία ξεκινά με την εμφάνιση φλεγμονής και βλάβης στα τοιχώματα των στεφανιαίων αρτηριών. Στη συνέχεια συσσωρεύονται στοιχεία του αίματος (κύτταρα και παράγοντες πήξης) και λίπη που μεταφέρονται με το αίμα. Αυτές οι εναποθέσεις ονομάζονται αθηρωματικές πλάκες. Αναπτύσσονται με την πάροδο του χρόνου, οδηγώντας σε σκλήρυνση από την εναπόθεση ασβεστίου και παρεμποδίζοντας εν τέλει τη ροή του αίματος.

Στεφανιαία νόσος και έμφραγμα

Ωστόσο, το έμφραγμα του μυοκαρδίου μπορεί να έχει και άλλες αιτίες πέρα από την στεφανιαία νόσο. Για παράδειγμα, σε μερικές περιπτώσεις εμφανίζεται μια σύσπαση του τοιχώματος ενός στεφανιαίου αγγείου, γνωστή ως σπασμός του αγγείου. Αυτό οδηγεί σε μείωση ή διακοπή της αιματικής ροής. Η αιτία του σπασμού των αγγείων δεν έχει αποσαφηνιστεί, ενώ το φαινόμενο αυτό μπορεί να εμφανιστεί τόσο σε ένα υγιές αγγείο, όσο και σε ένα στενωμένο. Ένα εμμένον επεισόδιο σπασμού μπορεί να οδηγήσει σε έμφραγμα του μυοκαρδίου. Μία άλλη σπανιότερη αιτία αποτελεί ο αυτόματος διαχωρισμός ενός στεφανιαίου αγγείου, κατά τον οποίο το τοίχωμα του αγγείου υφίσταται μια αιφνίδια σχάση.

Υπάρχουν προδιαθεσικοί παράγοντες για εμφάνιση στεφανιαίας νόσου;

Οι σπουδαιότεροι παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση στεφανιαίας νόσου είναι:

Στεφανιαία νόσος, Καρδιολόγος Θεσσαλονίκη

Πώς γίνεται η διάγνωση της στεφανιαίας νόσου;

Για τη διάγνωση της στηθάγχης το πρώτο βήμα είναι η εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου, βάσει των εξής στοιχείων: ηλικία, φύλο, ύπαρξη και είδος στηθαγχικού πόνου, συνύπαρξη παραγόντων κινδύνου (π.χ. κάπνισμα, αρτηριακή υπέρταση, αυξημένη LDL-χοληστερίνη, διαβήτης). Αν υπάρχει και score ασβεστίου (CAC), αυξάνεται η ακρίβεια υπολογισμού της πιθανότητας στεφανιαίας νόσου. Σε περίπτωση που η πιθανότητα υπολογιστεί πάνω από 15% συνιστάται περαιτέρω έλεγχος. Επίσης, υπό προϋποθέσεις όταν η πιθανότητα είναι 5-15%.

Το δεύτερο βήμα είναι η διενέργεια ηλεκτροκαρδιογραφήματος και δοκιμασίας κόπωσης, ιδίως σε όσους έχουν αρχική πιθανότητα 15-65%. Η δοκιμασία κόπωσης έχει μικρή ευαισθησία, περίπου 65% (δηλαδή ανιχνεύει 65 από τους 100 που έχουν πρόβλημα), και ειδικότητα περίπου 85% (δηλαδή στους 100 που δεν έχουν πρόβλημα, δείχνει ψευδώς ότι οι 15 έχουν), αλλά λόγω της απλότητας και της ασφάλειάς της (φυσικά όταν δεν αντενδείκνυται), χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί η πιθανότητα για στεφανιαία νόσο μετά από αυτήν. Έτσι, η προηγούμενη πιθανότητα που υπολογίστηκε αυξάνεται, αν η δοκιμασία κόπωσης παρουσιάσει παθολογικά ευρήματα, και μειώνεται, αν είναι φυσιολογική, αλλά δεν μηδενίζεται.

Ωστόσο, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρίας, αν η αρχική πιθανότητα στεφανιαίας νόσου υπολογιστεί μεταξύ 65-85%, συνιστάται έλεγχος με σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου ή δυναμική υπερηχογραφία (stress echo) ή δυναμική μαγνητική τομογραφία καρδιάς (stress CMR). Αν η πιθανότητα είναι μεγαλύτερη από 85% και ταυτόχρονα ο κίνδυνος θανάτου μεγαλύτερος από 3% ανά έτος ή 1-3% ανά έτος και υπάρχουν έντονα συμπτώματα ή μικρότερος από 1% ανά έτος, αλλά οι προηγηθείσες, μη επεμβατικές διαγνωστικές εξετάσεις δεν προσφέρουν συμπέρασμα ή είναι αντικρουόμενες, συνιστάται η διενέργεια κλασικής στεφανιογραφίας.

Αν η μετά τη δοκιμασία κόπωσης πιθανότητα είναι μεγαλύτερη από 85%, η ύπαρξη στεφανιαίας νόσου θεωρείτραι δεδομένη και συνιστάται κλασική στεφανιογραφία. Αν αυτή είναι μεταξύ 65%85%, συνιστάται έλεγχος με σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου ή δυναμική υπερηχογραφία (stress echo) ή δυναμική μαγνητική τομογραφία καρδιάς (stress CMR). Αν είναι μεταξύ 15%-65% διενεργείται αξονική στεφανιογραφία.

Αν είναι κάτω από 5%, δεν συνιστάται να διενεργηθεί κάποια άλλη εξέταση. Πρέπει να γίνει έλεγχος για άλλες αιτίες πόνου, ή για μικροαγγειακή στηθάγχη, που προκαλείται από δυσλειτουργία της μικροκυκλοφορίας.

Στην περίπτωση του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου καθοριστικής σημασίας είναι το ηλεκτροκαρδιογράφημα και η τροπονίνη. Το ηλεκτροκαρδιογράφημα μπορεί να αναδείξει χαρακτηριστικές αλλοιώσεις εμφράγματος και η τροπονίνη αποτελεί έναν ευαίσθητο δείκτη ανίχνευσης μυοκαρδικής βλάβης στο αίμα, καθώς τα επίπεδά της είναι υψηλά στο έμφραγμα του μυοκαρδίου.

Ποια είναι η θεραπεία της στεφανιαίας νόσου;

Ακρογωνιαίος λίθος στη θεραπεία της στεφανιαίας νόσου είναι η αλλαγή του τρόπου ζωής. Με τη σωστή διατροφή, την τακτική άσκηση, έστω και με τη μορφή περπατήματος, τη διακοπή του καπνίσματος και τη ρύθμιση όλων των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου συμβάλλουμε σημαντικά τόσο στην πρόληψη, όσο και στην αντιμετώπιση της στεφανιαίας νόσου.

Σε περίπτωση σταθερής στηθάγχης, τα συμπτώματα και οι περιορισμοί στην καθημερινότητα μπορούν να αντιμετωπιστούν επιπλέον με φαρμακευτική αγωγή, όπως οι β-αποκλειστές, οι αναστολείς διαύλων ασβεστίου, τα νιτρώδη, η ιβαμπραδίνη και η ρανολαζίνη.  Σε κρίση στηθάγχης χορηγείται νιτρώδες ταχείας δράσεως (υπογλώσσιο).

Προς αποφυγή του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου, ωστόσο, συνιστώνται και άλλα φάρμακα, όπως η ασπιρίνη σε χαμηλή δόση, η στατίνη με σκοπό τη μείωση της LDL-χοληστερίνης ώστε να μην αυξάνεται η δημιουργία αθηροσκληρωτικών πλακών, ο ανταγωνιστής του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης ή ο ανταγωνιστής των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ, ιδίως σε συνύπαρξη αρτηριακής υπέρτασης, σακχαρώδη διαβήτη ή καρδιακής ανεπάρκειας.

Στεφανιαία νόσος, τοποθέτηση stent

Αν η στηθάγχη παραμένει παρά τη βέλτιστη φαρμακευτική αγωγή, συχνά απαιτείται επαναιμάτωση, είτε με αγγειοπλαστική και τοποθέτηση stent, είτε με αορτοστεφανιαία παράκαμψη, το γνωστό σε όλους bypass, ανάλογα με το ποια και πόσα στεφανιαία αγγεία είναι στενωμένα. Σημαντικό ρόλο στην επιλογή της θεραπείας επαναιμάτωσης παίζουν επίσης η ηλικία και οι συννοσηρότητες του ασθενούς.

Σε περίπτωση οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου, χορηγούνται γρήγορα αντιπηκτικά φάρμακα. Ο ασθενής πρέπει να μεταφερθεί χωρίς καθυστέρηση στο νοσοκομείο. Κατά κανόνα, η αποφραγμένη αρτηρία διανοίγεται στο κατάλληλα εξοπλισμένο αιμοδυναμικό εργαστήριο με αγγειοπλαστική. Ένας λεπτός καρδιακός καθετήρας εισάγεται κατόπιν τοπικής αναισθησίας μέσω μιας αρτηρίας στη βουβωνική χώρα ή στον καρπό και προωθείται στο στενωμένο αγγείο.

Στην άκρη του καθετήρα μπορεί στη συνέχεια να φουσκωθεί ένα μπαλόνι για να διευρύνει το αγγείο. Τέλος, ένα μεταλλικό πλέγμα (stent) εισάγεται στο αγγείο και εκπτύσσεται, ώστε να διατηρεί τον αυλό του αγγείου ανοικτό. Στόχος είναι να αποκατασταθεί η ροή του αίματος όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Παρ’ όλα αυτά, ορισμένες μορφές εμφράγματος του μυοκαρδίου αντιμετωπίζονται μόνο με φάρμακα.

Σε περίπτωση τοποθέτησης stent ακολουθεί διπλή αντιαιμοπεταλιακή αγωγή, που αποτελείται από την ασπρίνη σε χαμηλή δόση μαζί με κλοπιδογρέλη, τικαγκρελόρη ή πρασουγκρέλη. Τα φάρμακα αυτά είναι απαραίτητα, διότι εμποδίζουν τη δημιουργία θρόμβου στο stent. Η διάρκεια χορήγησης της θεραπείας αυτής ποικίλλει, ανάλογα με το αν το stent τοποθετήθηκε στα πλαίσια οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου και λαμβάνοντας υπόψη άλλους παράγοντες. Κυμαίνεται συνήθως από 3-12 μήνες.

Έχει επιπλοκές η αγγειοπλαστική και η τοποθέτηση stent;

Οι επιπλοκές που μπορεί να συμβούν κατά την επέμβαση αυτή είναι η αιμορραγία ή το αιμάτωμα στο σημείο της παρακέντησης, το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και το οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου (θανατηφόρο ή μη), και αφορούν ένα ποσοστό <2%.

Μακροχρόνια μπορεί να δημιουργηθεί επαναστένωση στο σημείο της επέμβασης σε ποσοστό περίπου 5% ή και μεγαλύτερο σε ασθενείς με πολύπλοκες επεμβάσεις ή συννοσηρότητες.

Επίσης μπορεί να συμβεί θρόμβωση του stent που να οδηγήσει σε έμφραγμα  σε ποσοστό <1% . Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κυριότερος παράγοντας για θρόμβωση του stent, είναι η κακή συμμόρφωση του ασθενούς με την φαρμακευτική αγωγή, και συγκεκριμένα η διακοπή της διπλής αντιαιμοπεταλιακής αγωγής πρόωρα, δηλαδή νωρίτερα από το διάστημα που έχει καθορίσει ο γιατρός που έκανε την επέμβαση.

Προσοχή: αν για οποιοδήποτε λόγο ζητηθεί η διακοπή της αντιαιμοπεταλιακής αγωγής, ο ασθενής πρέπει να συμβουλευτεί τον επεμβατικό καρδιολόγο που έκανε την επέμβαση, καθώς μερικές φορές αυτό μπορεί να αποβεί καταστροφικό.

Τι είναι η αορτοστεφανιαία παράκαμψη (bypass);

Με τον όρο αορτοστεφανιαία παράκαμψη, γνωστή ως bypass, εννοούμε την χειρουργική τεχνική ανοικτής καρδιάς, κατά την οποία παρακάμπτονται οι αιμοδυναμικά σημαντικές στενώσεις των στεφανιαίων αρτηριών, τοποθετώντας μοσχεύματα αγγείων του ιδίου ασθενούς (αυτόλογα μοσχεύματα). Η επέμβαση αυτή γίνεται σε περίπτωση σοβαρής στεφανιαίας νόσου με σημαντικές στενώσεις σε κεντρικά σημεία των αγγείων της καρδιάς, όπου η τοποθέτηση stent δεν προτιμάται.

Στεφανιαία νόσος, bypass

Διπλό bypass σημαίνει ότι ο καρδιοχειρουργός επαναιματώνει την καρδιά σε δύο πάσχοντα αγγεία, ενώ τριπλό σε τρία πάσχοντα αγγεία. Το πιο βασικό μόσχευμα που χρησιμοποιείται είναι η αριστερή μαστική αρτηρία, καθώς μελέτες δείχνουν ότι δεν παρουσιάζει στενώσεις συχνά. Συνήθως χρησιμοποιείται ως μόσχευμα για τον πρόσθιο κατιόντα κλάδο, ο οποίος είναι το σημαντικότερο από τα τρία αγγεία της καρδιάς. Πολύ καλά αποτελέσματα παρουσιάζει και η χρήση των κερκιδικών αρτηριών, που βρίσκονται στον πήχυ, ως μοσχεύματα. Αντιθέτως, τα φλεβικά μοσχεύματα, που προέρχονται από τις φλέβες των ποδιών, στην πορεία του χρόνου μπορεί να παρουσιάσουν στένωση.

Πότε θα χρειαστεί bypass;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι πολυπαραγοντική. Εξαρτάται καταρχάς από την ανατομία των στενώσεων που διαγιγνώσκονται στη στεφανιογραφία, την ηλικία του ασθενούς και ενδεχόμενες συννοσηρότητες. Υπάρχουν ειδικά scores, μέσω των οποίων βαθμολογείται η βαρύτητα των στενώσεων στα αγγεία της καρδιάς. Με βάση αυτά τα scores προτείνεται είτε το stent είτε το bypass.

Σε περίπτωση σημαντικής στένωσης στο πρώτο τμήμα του προσθίου κατιόντα κλάδου, ειδικά εάν συνυπάρχει σακχαρώδης διαβήτης, προτιμάται το bypass. Γενικά, όσο περισσότερες και κεντρικότερες είναι οι στενώσεις στα στεφανιαία αγγεία, τόσο πιο αναγκαίο γίνεται το bypass.

Επιπλέον, αν οι βλάβες στα αγγεία δεν μπορούν τεχνικά να αντιμετωπιστούν με stent, όπως γίνεται συχνά στη στένωση του στελέχους, συνιστάται να αντιμετωπίζονται με bypass. Ωστόσο, μερικές φορές ακόμη και το bypass είναι τεχνικά δύσκολο, για παράδειγμα αν δεν υπάρχουν κατάλληλα σημεία στα αγγεία για να τοποθετηθούν τα μοσχεύματα.

Σε πολλές περιπτώσεις η πορεία του ασθενούς είναι χωρίς καρδιολογικά προβλήματα για πολλά χρόνια. Τα αρτηριακά μοσχεύματα διατηρούνται συνήθως για τουλάχιστον 10-15 έτη, ενώ τα φλεβικά μοσχεύματα αιματώνουν το μυοκάρδιο για τουλάχιστον 5 έτη.

Πόσο συχνά πρέπει να ελέγχομαι μετά από εγχείρηση bypass;

Μετά την εγχείρηση bypass συνιστάται τακτική καρδιολογική παρακολούθηση, που περιλαμβάνει κλινική εξέταση, ηλεκτροκαρδιογράφημα και εξετάσεις αίματος για τη ρύθμιση των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Ανάλογα με την κατάσταση της καρδιάς του, ο ασθενής πρέπει να υποβάλλεται σε υπερηχογράφημα/ triplex καρδιάς και δοκιμασία κόπωσης ανά 1-2 έτη.

Εάν ο ασθενής δεν έχει συμπτώματα και οι εξετάσεις αυτές δεν δείξουν παθολογικά ευρήματα, οι δυναμικές δοκιμασίες (σπινθηρογράφημα, δυναμικό υπερηχογράφημα ή δυναμική μαγνητική καρδιάς) καλό είναι να γίνονται μετά τα πρώτα πέντε χρόνια από την επέμβαση bypass σε τακτά χρονικά διαστήματα, για παράδειγμα ανά 1-2 έτη). Εάν ο ασθενής παρουσιάσει συμπτώματα, όπως πόνο στο στήθος ή δύσπνοια, τότε γίνεται επείγον έλεγχος με κλινική εξέταση, ηλεκτροκαρδιογράφημα, υπερηχογράφημα/ triplex καρδιάς και εξετάσεις αίματος. Ανάλογα με τα ευρήματα μπορεί να απαιτηθεί έλεγχος με περαιτέρω εξετάσεις ή ενδεχομένως και με στεφανιογραφία.