Περιγεννητική μυοκαρδιοπάθεια

Εμφανίζεται σε 1 στα 1.400-3.500 άτομα, ανεξάρτητα από την ηλικία, την εθνικότητα και την κοινωνικοοικονομική τάξη, χωρίς να περιορίζεται στις αναπτυσσόμενες περιοχές του κόσμου.

Η περιγεννητική μυοκαρδιοπάθεια (peripartum cardiomyopathy) αποτελεί μια πάθηση του καρδιακού μυός που εμφανίζεται σε υγιείς γυναίκες κατά τον τελευταίο μήνα της εγκυμοσύνης ή μέχρι και έξι μήνες μετά τον τοκετό. Προκαλεί διάταση των κοιλοτήτων της καρδιάς και μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακή ανεπάρκεια. Εμφανίζεται σε 1 στα 1.400-3.500 άτομα, ανεξάρτητα από την ηλικία, την εθνικότητα και την κοινωνικοοικονομική τάξη, χωρίς να περιορίζεται στις αναπτυσσόμενες περιοχές του κόσμου.

Ποια είναι τα αίτια;

Η υποκείμενη αιτία δεν είναι σαφής. Οι βιοψίες καρδιάς σε ορισμένες περιπτώσεις δείχνουν ότι οι γυναίκες παρουσιάζουν φλεγμονή του καρδιακού μυός. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε προηγούμενη ιογενή ασθένεια ή μη φυσιολογική ανοσοαπόκριση. Η ορμόνη του θηλασμού προλακτίνη θεωρείται ότι συμμετέχει στον παθογενετικό μηχανισμό. Η γενετική μπορεί επίσης να παίζει ρόλο. Είναι σημαντικό γυναίκες με γνωστές καρδιακές παθήσεις να συμβουλευτούν καρδιολόγο πριν αποφασίσουν μια εγκυμοσύνη.

Οι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση περιγεννητικής μυοκαρδιοπάθειας περιλαμβάνουν:

Ποια είναι τα συμπτώματα;

Τα συχνότερα συμπτώματα στην περιγεννητική μυοκαρδιοπάθεια είναι δύσπνοια, εύκολη κόπωση, οιδήματα (πρήξιμο) στα κάτω άκρα και στις φλέβες του λαιμού, αίσθημα παλμών, αυξημένη νυχτερινή ούρηση, χαμηλή αρτηριακή πίεση ή ορθοστατική υπόταση. Καθώς η περιγεννητική μυοκαρδιοπάθεια εμφανίζεται συνήθως στο τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, η διάγνωσή της είναι πολλές φορές δύσκολη, επειδή πολλά από τα συμπτώματα της καρδιακής ανεπάρκειας μιμούνται τα συμπτώματα που παρατηρούνται στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όπως η δύσπνοια και το πρήξιμο στα πόδια.

Ποιες είναι οι επιπλοκές;

Οι επιπλοκές της περιγεννητικής μυοκαρδιοπάθειας περιλαμβάνουν καρδιακή ανεπάρκεια, αρρυθμίες, θρομβοεμβολικά επεισόδια και τον θάνατο.

Πώς γίνεται η διάγνωση;

Η διάγνωση της περιγεννητικής μυοκαρδιοπάθειας βασίζεται στο ιστορικό, την κλινική εξέταση και στο υπερηχογράφημα/triplex, που αναδεικνύει τη μειωμένη λειτουργία της καρδιάς. Συχνά, τη διάγνωση διευκολύνει η μαγνητική τομογραφία καρδιάς.

Η διάγνωση τίθεται όταν πληρούνται τα ακόλουθα τρία κριτήρια:

Οι καρδιακοί βιοδείκτες, τροπονίνη και νατριουρητικό πεπτίδιο, έχουν καθοριστική σημασία στη διάγνωση. Επιπλέον, οι εργαστηριακές εξετάσεις αίματος που περιλαμβάνουν ηλεκτρολύτες, δείκτες φλεγμονής, εξετάσεις για την εκτίμηση της λειτουργίας των νεφρών, του ήπατος και του θυρεοειδούς αδένα, πλήρη αιματολογικό έλεγχο για την αναζήτηση αναιμίας.

Ποια είναι η πρόγνωση και ποια η θεραπεία;

Δεν υπάρχει εξειδικευμένη θεραπεία για την περιγεννητική μυοκαρδιοπάθεια. Ο στόχος της θεραπείας της περιγεννητικής μυοκαρδιοπάθειας είναι να εμποδίσει την κατακράτηση υγρών και να βοηθήσει την καρδιά να ανακάμψει όσο το δυνατόν πληρέστερα. Οι μισές ασθενείς ανακτούν πλήρως την κανονική τους καρδιακή λειτουργία σε διάστημα έως και 3 ετών, οι υπόλοιπες ωστόσο μεταπίπτουν σε χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια, ενώ κάποιες παρουσιάζουν διαρκή επιδείνωση, που απαιτεί μηχανική υποστήριξη ή και μεταμόσχευση καρδιάς. Η θνησιμότητα αγγίζει το 9%. Στην περίπτωση νέας εγκυμοσύνης σε γυναίκες με ιστορικό της πάθησης υπάρχει αυξημένος κίνδυνος υποτροπής, ενώ πρέπει να αποφεύγεται νέα εγκυμοσύνη, εφόσον δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως η καρδιακή λειτουργία.

Σε κάθε περίπτωση, συνιστάται η φαρμακευτική αγωγή καρδιακής ανεπάρκειας, όπως είναι  οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (ΜΕΑ) ή των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ, οι βήτα αποκλειστές και τα διουρητικά. Η αγωγή αυτή πρέπει να συνεχίζεται για τουλάχιστον 12 μήνες μετά την πλήρη αποκατάσταση του κλάσματος εξώθησης. Ακόμα, έχει τεκμηριωθεί όφελος από τη χορήγηση του φαρμάκου βρωμοκρυπτίνη, η οποία αναστέλλει τη δράση της προλακτίνης, της ορμόνης που έχει ενοχοποιηθεί για την πάθηση. Καθώς οι ασθενείς με περιγεννητική μυοκαρδιοπάθεια διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν θρόμβους, ειδικά αν το κλάσμα εξώθησης είναι πολύ χαμηλό, συνιστάται η χορήγηση αντιπηκτικών.

Επιπλέον, συνιστάται δίαιτα χαμηλή σε νάτριο, περιορισμοί υγρών και καθημερινό ζύγισμα. Μια αύξηση βάρους 3-4 κιλών σε μια ή δύο ημέρες μπορεί να σηματοδοτεί κατακράτηση υγρών.

Οι γυναίκες που καπνίζουν και πίνουν αλκοόλ θα συμβουλεύονται να σταματήσουν, γιατί μπορεί να επιδεινώσουν τα συμπτώματα.