Αρτηριακή υπέρταση
Η αρτηριακή υπέρταση εμφανίζεται σε έναν στους τρεις ενήλικες.
Τι είναι η αρτηριακή υπέρταση;
Η αρτηριακή υπέρταση ορίζεται ως η αυξημένη πίεση του αίματος στο εσωτερικό του τοιχώματος των μεγάλων αρτηριών του σώματος. Η αρτηριακή πίεση καταγράφεται με δύο αριθμούς, π.χ. 140/90 και μετριέται σε χιλιοστά στήλης υδραργύρου (mmHg).
Όταν η καρδιά συστέλλεται, το αίμα αντλείται από την καρδιά στις αρτηρίες. Το κύμα πίεσης μπορεί να γίνει αισθητό ως παλμός σε διάφορες αρτηρίες του σώματος (π.χ. στον καρπό). Η πίεση κατά τη διάρκεια της συστολής της καρδιάς ονομάζεται συστολική πίεση, γνωστή και ως «μεγάλη» πίεση. Στη συνέχεια η καρδιά χαλαρώνει και νέο αίμα ρέει στις κοιλίες της. Αυτό μεταβάλλει την πίεση στο αγγειακό σύστημα. Αυτή η φάση ονομάζεται διαστολή. Η πίεση κατά τη φάση χαλάρωσης της καρδιάς είναι χαμηλότερη και είναι γνωστή ως διαστολική πίεση ή ως «μικρή» πίεση.
Είναι πολύ συχνή, καθώς σύμφωνα με επιδημιολογικά δεδομένα ένας στους τρεις ενήλικες έχει αρτηριακή υπέρταση.
Ταξινόμηση αρτηριακής υπέρτασης
Κατηγορία αρτηριακής πίεσης | Συστολική (mmHg) | Διαστολική (mmHg) |
Ιδανική | < 120 | < 80 |
Φυσιολογική | 120–129 ή/και | 80–84 |
Υψηλή φυσιολογική | 130–139 ή/και | 85–89 |
Υπέρταση 1ου βαθμού | 140–159 ή/και | 90–99 |
Υπέρταση 2ου βαθμού | 160–179 ή/και | 100–109 |
Υπέρταση 3ου βαθμού | ≥ 180 ή/και | ≥ 110 |
Απομονωμένη συστολική υπέρταση | ≥ 140 και | < 90 |
Πού οφείλεται η αρτηριακή υπέρταση;
Υπάρχουν δύο μορφές αρτηριακής υπέρτασης ανάλογα με την αιτία:
- Πρωτοπαθής ή ιδιοπαθής υπέρταση: σε αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει υποκείμενο νόσημα που αποδεικνύεται ότι είναι η αιτία της υψηλής αρτηριακής πίεσης. Αυτή η υπέρταση ευθύνεται για περίπου το 90 % όλων των περιπτώσεων αρτηριακής υπέρτασης.
Τι ακριβώς προκαλεί την πρωτοπαθή υπέρταση δεν είναι ακόμη γνωστό. Ωστόσο, είναι γνωστοί πολλοί παράγοντες που ευνοούν την ανάπτυξη αυτής της μορφής:
- το οικογενειακό ιστορικό υψηλής αρτηριακής πίεσης
- η παχυσαρκία (δείκτης μάζας σώματος – ΔΜΣ > 25)
- η έλλειψη σωματικής άσκησης
- η αυξημένη κατανάλωση άλατος
- η αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ
- η χαμηλή πρόσληψη καλίου (το κάλιο συναντάται σε φρέσκα φρούτα και λαχανικά, αποξηραμένα φρούτα ή ξηρούς καρπούς)
- το κάπνισμα
- η μεγαλύτερη ηλικία (≥ 60 ετών)
Υπάρχει επίσης μια σχέση μεταξύ υπέρτασης και εμμηνόπαυσης στις γυναίκες: η υψηλή αρτηριακή πίεση εμφανίζεται πιο συχνά στις γυναίκες μετά το τέλος των γόνιμων ετών τους
- το άγχος
Σε άτομα με τάση για υπέρταση, το υψηλό stress έχει αρνητική επίδραση
Η πρωτοπαθής ή ιδιοπαθής υπέρταση εμφανίζεται συχνότερα μαζί με άλλες ασθένειες. Αυτές περιλαμβάνουν:
- την παχυσαρκία
- τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2
- την υπερλιπιδαιμία
Εάν αυτοί οι τρεις παράγοντες συνυπάρχουν με την υψηλή αρτηριακή πίεση, γίνεται λόγος για μεταβολικό σύνδρομο.
Δευτεροπαθής υπέρταση: σε αυτήν την περίπτωση η υψηλή αρτηριακή πίεση προκαλείται από άλλη ασθένεια. Συνήθως πρόκειται για παθήσεις των νεφρών, μεταβολικές διαταραχές (π.χ. σύνδρομο Cushing) ή αγγειακές παθήσεις.
Αίτια δευτεροπαθούς υπέρτασης αποτελούν:
- η στένωση των νεφρικών αρτηριών και η χρόνια νεφρική νόσος (π.χ. χρόνια σπειραματονεφρίτιδα, πολυκυστική νόσος των νεφρών)
- το σύνδρομο υπνικής άπνοιας (διαταραχή της αναπνοής κατά τη διάρκεια του ύπνου)
- η λήψη φαρμάκων, όπως τα αντισυλληπτικά χάπια και τα αντιρευματικά φάρμακα ή η λήψη ουσιών, όπως η κοκαΐνη και οι αμφεταμίνες
- το σύνδρομο Cushing: πρόκειται για ορμονική διαταραχή, που οφείλεται στην παθολογική αύξηση κορτιζόλης
- ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός (σύνδρομο Conn): πρόκειται για ορμονική διαταραχή, που οφείλεται σε υπερπαραγωγή αλδοστερόνης λόγω διαταραχής στον φλοιό των επινεφριδίων (όπως σε περίπτωση όγκου)
- το φαιοχρωμοκύτωμα: πρόκειται για έναν κυρίως καλοήθη όγκο των επινεφριδίων, που παράγει ορμόνες του στρες (κατεχολαμίνες), όπως νοραδρεναλίνη και αδρεναλίνη. Αυτή η υπερπαραγωγή ορμονών οδηγεί σε επεισόδια (κρίσεις) υψηλής αρτηριακής πίεσης με πονοκεφάλους, ζάλη και αίσθημα παλμών
- η ακρομεγαλία: πρόκειται για έναν συνήθως καλοήθη όγκο στον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης, που παράγει αυξητικές ορμόνες ανεξέλεγκτα. Αυτό οδηγεί σε μεγέθυνση ορισμένων σημείων του σώματος, όπως τα χέρια, τα πόδια, η κάτω γνάθος, το πηγούνι και η μύτη
- ο υπερθυρεοειδισμός
Αρτηριακή υπέρταση που σχετίζεται με την κύηση
Η υψηλή αρτηριακή πίεση που σχετίζεται με την κύηση αναπτύσσεται μετά την 20η εβδομάδα της κύησης. Ωστόσο, αν η υψηλή αρτηριακή πίεση υπήρχε ήδη πριν από την κύηση ή εμφανίστηκε μέχρι την 20η εβδομάδα της κύησης, θεωρείται ότι είναι ανεξάρτητη από αυτήν.
Η υπέρταση που σχετίζεται με την κύηση συνήθως δεν παρουσιάζει επιπλοκές και συνήθως εξαφανίζεται από μόνη της εντός έξι εβδομάδων μετά τον τοκετό. Ωστόσο, μπορεί να αποτελέσει το σημείο εκκίνησης για υπερτασικές παθήσεις της κύησης όπως η προεκλαμψία, η εκλαμψία και το σύνδρομο HELLP.
Συγκεκριμένα, η προεκλαμψία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση αρτηριακής υπέρτασης μετά την 20η εβδομάδα της κύησης σε συνδυασμό με αυξημένη απέκκριση πρωτεΐνης στα ούρα (πρωτεϊνουρία). Οι πάσχουσες έγκυες έχουν συνήθως κατακράτηση υγρών (οίδημα). Αν αφεθεί χωρίς θεραπεία, μπορεί να οδηγήσει σε απειλητικές για τη ζωή επιληπτικές κρίσεις και κώμα (εκλαμψία). Αυτές οι παθήσεις μπορούν να αναπτυχθούν ταχέως και να γίνουν επικίνδυνες τόσο για τη μητέρα όσο και για το παιδί. Ως εκ τούτου, η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης των εγκύων στο πλαίσιο των τακτικών ελέγχων έχει μεγάλη σημασία.
Πώς τίθεται η διάγνωση της αρτηριακής υπέρτασης;
Πολλοί πάσχοντες ζουν με αρτηριακή υπέρταση για χρόνια χωρίς να το καταλαβαίνουν. Συχνά η υψηλή αρτηριακή πίεση δεν προκαλεί συμπτώματα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επομένως, όλοι θα πρέπει να γνωρίζουν τις τιμές της αρτηριακής τους πίεσης, να τις ελέγχουν τακτικά οι ίδιοι και να ελέγχονται από γιατρό.
- Μέτρηση αρτηριακής πίεσης
Η πιο σημαντική εξέταση για τη διάγνωση της αρτηριακής υπέρτασης είναι η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης. Η πίεση πρέπει να μετράται μετά από 5-10 λεπτά ξεκούρασης, όχι μετά από κατανάλωση γεύματος ή κάπνισμα, σε ήσυχο και ευχάριστο περιβάλλον. Ωστόσο, μία μέτρηση δεν δίνει πληροφορίες για το εάν η αρτηριακή πίεση χρειάζεται θεραπεία ή όχι. Η αρτηριακή πίεση παρουσιάζει φυσιολογικές διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας και αυξάνεται, για παράδειγμα, μετά από σωματική άσκηση ή κατανάλωση καφέ. Μερικοί ασθενείς έχουν άγχος όταν ο γιατρός μετρά την αρτηριακή τους πίεση, οπότε αυτή μπορεί να αυξηθεί προσωρινά. Αυτό το φαινόμενο είναι γνωστό ως «σύνδρομο της λευκής μπλούζας».
Προκειμένου να αντληθούν πληροφορίες, που θα καθοδηγήσουν την σωστή αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης, είναι χρήσιμες πολλαπλές μετρήσεις (π.χ. σε τρεις διαφορετικές χρονικές στιγμές). Ιδανικότερα, η 24ωρη καταγραφή της αρτηριακής πίεσης (holter πίεσης) προσφέρει σημαντικές πληροφορίες για τη διάγνωση της αρτηριακής υπέρτασης, καθώς ο γιατρός μπορεί να παρατηρήσει με ακρίβεια τις ημερήσιες διακυμάνσεις.
- Περαιτέρω διαγνωστικά βήματα
Κατά τη λήψη του ιστορικού, ο γιατρός συνήθως ρωτά τον ασθενή για προϋπάρχουσες παθήσεις που θα μπορούσαν να είναι αιτία δευτεροπαθούς υπέρτασης, όπως για παράδειγμα νεφρική νόσος ή υπερθυρεοειδισμός.
Μπορεί επίσης να χρειαστούν εξετάσεις αίματος και ούρων ή υπερηχογράφημα των νεφρών. Βοηθούν συχνά στην διάκριση μεταξύ πρωτοπαθούς και δευτεροπαθούς αρτηριακής υπέρτασης. Μπορούν επίσης να υποδεικνύουν παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις (όπως αυξημένα επίπεδα λιπιδίων στο αίμα) και πιθανή βλάβη οργάνων (π.χ. μη φυσιολογικές τιμές νεφρικής λειτουργίας).
Η κλινική εξέταση αποτελεί επίσης μέρος της διερεύνησης της αρτηριακής υπέρτασης. Βοηθά στον υπολογισμό του καρδιαγγειακού κινδύνου και στην αναγνώριση πιθανών σημείων βλάβης οργάνων, που προκαλούνται από την υψηλή αρτηριακή πίεση. Αυτή συχνά αναγνωρίζεται μόνο όταν έχει ήδη καταστρέψει τα αιμοφόρα αγγεία (π.χ. αρτηριοσκλήρωση). Ιδιαίτερα επηρεάζονται τα αγγεία της καρδιάς, του εγκεφάλου, των νεφρών και των ματιών. Μακροπρόθεσμα προσβάλλεται και ο καρδιακός μυς με αποτέλεσμα την καρδιακή ανεπάρκεια. Περαιτέρω εξετάσεις, όπως οφθαλμολογικός έλεγχος με βυθοσκόπηση, έλεγχος της καρδιάς και των νεφρών, είναι απαραίτητες.
Ποιες είναι οι επιπτώσεις της αρτηριακής υπέρτασης, αν αφεθεί χωρίς θεραπεία;
Η αυξημένη αρτηριακή πίεση συχνά περνά απαρατήρητη για μεγάλο χρονικό διάστημα, επειδή δεν προκαλεί καθόλου ή προκαλεί μόνο γενικευμένα συμπτώματα. Ανησυχία προκαλούν οι μακροχρόνιες βλάβες που προκύπτουν, αν η αρτηριακή υπέρταση αφεθεί χωρίς θεραπεία. Ο κίνδυνος εμφάνισης καρδιαγγειακών επιπλοκών, όπως είναι για παράδειγμα ένα εγκεφαλικό επεισόδιο ή η στεφανιαία νόσος, η καρδιακή ανεπάρκεια ή η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια δεν εξαρτάται μόνο από το επίπεδο της αρτηριακής πίεσης, αλλά επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες κινδύνου.
Ποια είναι η θεραπεία της αρτηριακής υπέρτασης;
Η βάση της θεραπείας της αρτηριακής υπέρτασης είναι η αλλαγή του τρόπου ζωής. Αυτό περιλαμβάνει, για παράδειγμα, την προσπάθεια απώλειας υπερβολικού βάρους. Η σωστή διατροφή με τη μείωση κατανάλωσης άλατος και αλκοόλκαι η τακτική σωματική άσκηση θα βοηθήσουν σε αυτό. Και τα δύο συνιστώνται επίσης σε ασθενείς με υψηλή αρτηριακή πίεση, που δεν είναι υπέρβαροι.
Συνιστάται επίσης η διακοπή του καπνίσματος, ώστε να μην επιδεινωθεί περαιτέρω ο καρδιαγγειακός κίνδυνος. Επιπλέον, τεχνικές μείωσης του στρες ενδέχεται να βοηθήσουν. Τέλος προτείνεται ο έλεγχος για σύνδρομο υπνικής άπνοιας.
Αν παρά την εφαρμογή των παραπάνω μέτρων εντός 3 μηνών η αρτηριακή πίεση εξακολουθεί να παραμένει υψηλή, ενδείκνυται η έναρξη φαρμακευτικής αγωγής.
Υπάρχει πληθώρα φαρμάκων που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της αρτηριακής υπέρτασης. Μειώνουν αξιόπιστα την αρτηριακή πίεση και συνήθως είναι καλά ανεκτά από τον ασθενή. Αυτά περιλαμβάνουν κυρίως τους αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (αΜΕΑ), τους αναστολείς των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης, τα διουρητικά, τους ανταγωνιστές διαύλων ασβεστίου, τους βήτα-αποκλειστές, και άλλα.
Μερικές φορές η λήψη ενός μόνο φαρμάκου αρκεί για να μειώσει επαρκώς την υψηλή αρτηριακή πίεση (μονοθεραπεία).
Αυτή αφορά ασθενείς χαμηλού κινδύνου με υπέρταση σταδίου 1, των οποίων η συστολική αρτηριακή πίεση είναι <150 mmHg, ασθενείς πολύ υψηλού κινδύνου με υψηλή-φυσιολογική αρτηριακή πίεση και ευπαθείς ηλικιωμένους ασθενείς.
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρίας, για μια αρχική αποτελεσματική θεραπεία της υπέρτασης απαιτούνται τουλάχιστον 2 φάρμακα για τους περισσότερους ασθενείς, όπως για παράδειγμα αναστολέας ΜΕΑ και ανταγωνιστής ασβεστίου.
Από την άλλη μεριά, στην περίπτωση της δευτεροπαθούς υπέρτασης δεν αρκεί μόνο η λήψη αντιϋπερτασικών φαρμάκων. Πρέπει να αντιμετωπιστεί η υποκείμενη νόσος. Τέλος, μετά την έναρξη της φαρμακευτικής θεραπείας της αρτηριακής υπέρτασης, σημαντική είναι η στενή παρακολούθηση του ασθενούς, η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης και ενδεχομένως η προσαρμογή της θεραπευτικής αγωγής.